- σάκανδρος
- ὁ, Ατο γυναικείο αιδοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ., σύνθ. με α' συνθετικό τη λ. σάκ(κ)ος και β' συνθετικό τη λ. ἀνήρ, ἀνδρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σάκανδρος — pudenda muliebria masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάκανδρον — σάκανδρος pudenda muliebria masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
σάκας — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σάκ(κ)ος (πρβλ. και σάκανδρος)] … Dictionary of Greek
σάκτας — ὁ, Α 1. σάκος, θύλακος 2. το γυναικείο αιδοίο, σάκανδρος* 3. γιατρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, συγκεντρώνω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + κατάλ. –τᾱς. Η λ. ανάγεται στο ρ. σάττω λόγω τού ότι στον σάκο συγκεντρώνονται, στοιβάζονται … Dictionary of Greek